ωχραντικός

ωχραντικός
-ή, -όν, Α [ὠχραίνω]
αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι ωχρό.
επίρρ...
ὠχραντικῶς Α
(ιδίως για τους πάσχοντες από ίκτερο) κατά τρόπο ωχραντικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὠχραντικῶς — ὠχραντικός making pale adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωχροποιός — όν, ΜΑ ὠχραντικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”